- φλόγωμα
- το воспаление, флегмона
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φλόγωμα — ώματος, το, ΝΑ [φλογῶ / ώνω] νεοελλ. ερεθισμός που συνοδεύεται από ερύθημα, φλόγωση αρχ. (κατά τον Ησύχ.) η σκληρή εξωτερική επιφάνεια ψημένου ψωμιού, κόρα (II) … Dictionary of Greek
φλόγωμα — το, ατος κάθε τοπική φλόγωση που φαίνεται στο σώμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλογώματα — φλόγωμα that which is overbaked neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)